- περιρρίπτω
- Α1. ρίχνω κάτι γύρω από κάτι άλλο ή πάνω σε κάτι άλλο2. παθ. περιρ-, ρίπτομαιρίχνομαι γύρω, ολόγυρα, διασκορπίζομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρίχνω — ῥίπτω, ΝΜΑ, και ρίχτω και ρήχνω Ν 1. πετώ κάτι μακριά, τό ωθώ με δύναμη ώστε να πάει μακριά (α. «τού ριξα μια πέτρα») β. «ῥίπτω το ἀπὸ τοῡ σκουτελίου», Πρόδρ. γ. «ὠή, ῥίψω πέτραν τάχα σου», Ευρ. δ. «σφαῑραν ἔπειτ ἔρριψε μετ ἀμφίπολον βασίλεια»,… … Dictionary of Greek